- μηχανορραφεῖ
- μηχανορραφέωform crafty planspres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)μηχανορραφέωform crafty planspres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαθρεπίβουλος — λαθρεπίβουλος, ὁ (Α) αυτός που μηχανορραφεί, που σκευωρεί κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρ(ο) * + ἐπίβουλος «αυτός που σχεδιάζει κακό»] … Dictionary of Greek
παντοτολμοψευδομηχανορράφος — ὁ, Μ αυτός που τολμά να μηχανορραφεί όλα τα ψεύδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + τόλμη + ψεῦδος + μηχανορράφος] … Dictionary of Greek
συνυφάντης — ὁ, ΜΑ [συνυφαίνω] 1. αυτός που συνυφαίνει 2. μτφ. αυτός που μηχανορραφεί, που συνωμοτεί … Dictionary of Greek